- διαταγῶν
- διαταγήcommandfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
AQUARII vel AQUARIOLI — dicebantur olim ministri Lenonum seu meretricum, qui in domo lenonia meretricibus ad lavandum aquas aggererent, vel eas lavantes aquâ perfunderent, ut mediastini solebant in balneis, quos Graeci περιχύτας aut παραχύτας vocavêre. Spartian. in… … Hofmann J. Lexicon universale
άμβωνας — Το βήμα από το οποίο συνήθως κηρύσσουν στην εκκλησία οι ιεροκήρυκες και διαβάζεται το Ευαγγέλιο. Αρχικά στηριζόταν σε κίονες ή σε συμπαγή βάση και η άνοδος γινόταν από ένα ή δύο σκαλοπάτια. Στις πρώτες χριστιανικές εκκλησίες χρησιμοποιήθηκε… … Dictionary of Greek
απόστολος — Όνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Α. Παπακωνσταντίνου,(Αλμυρός Βόλου 1924 –). Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1950 χειροτονήθηκε … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
παράγγελμα — το, ΝΜΑ [παραγγέλλω] 2. πρόσταγμα, διαταγή (α. «στρατιωτικό παράγγελμα» β. «τῶν τριηράρχων ἐχόντων παράγγελμα μὴ χωρίζεσθαι», Δημοσθ.) 2. επιταγή, εντολή, παραίνεση, συμβουλή, («ηθικό παράγγελμα») νεοελλ. (νομ.) (στο βυζαντινορρωμαϊκό δίκαιο)… … Dictionary of Greek
παράγγελσις — ή, Α [παραγγέλλω] (στη διάρκεια πολέμου) διαβίβαση διαταγών με τη μέθοδο τής μετάδοσής τους διαδοχικά από τον έναν στον άλλο … Dictionary of Greek
παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… … Dictionary of Greek